πολεμιστήριος

πολεμιστήριος
-α, -ο / πολεμιστήριος, -ία, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», Αριστοτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πολεμιστήριος
πολεμιστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολεμιστήρια
α) πολεμικές άμαξες
β) τα πολεμοφόδια, οι ετοιμασίες για πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. πλουτισ-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολεμιστήριος — of masc nom sg πολεμιστήριος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήριος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο ή τον πολεμιστή: Πολεμιστήριο σάλπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμιστήριον — πολεμιστήριος of masc acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg πολεμιστήριος of masc/fem acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίων — πολεμιστήριος of fem gen pl πολεμιστήριος of masc/neut gen pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίοις — πολεμιστήριος of masc/neut dat pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίου — πολεμιστήριος of masc/neut gen sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίους — πολεμιστήριος of masc acc pl πολεμιστήριος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίῳ — πολεμιστήριος of masc/neut dat sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήρια — πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήριοι — πολεμιστήριος of masc nom/voc pl πολεμιστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”